Πολλὴ μὲν ὁμίχλη (cf. Apollod. 1,9) φέρεται ὑπὲρ πεδίου͵ ὃ ἐν τοῖς ἐπέκεινά ἐστιν͵ ὑπερέχει (cf. Th. 7,25,7) δ᾽ αὐτοῦ τὰ ἄκρα (cf. Paus. 1,13) ἀμμώδων (cf. Zinsmeister § 77) ὀρῶν. Ἐν δὲ τῶν ὀρῶν τούτων ἄκρῳ τινὶ (cf. Zinsmeister § 101) *ἐλαστικὸν πλάσμα ἐστίν͵ ὃ (cf. Zinsmeister § 99) ἀνθρωποειδές ἐστι καὶ τὼ χεῑρε (cf. Zinsmeister § 108,4) πεπέτακεν. (D.S. 17,115) Εἶτα δὲ τῆς ὁμίχλης ἐξαναστάντα (cf. X. Hier. 7,7) κυβοειδῆ τε καὶ νεφελοειδῆ παίγνια (cf. Pl. Lg. 803c) ἐκ νεφέλης μεταπλάττεται (cf. Pl. Ti. 50a) εἰς ἀνθρωπόμορφα σχήματα. Αὗται (cf. Zinsmeister § 95) οὖν αἱ ἀσώματοι ψῡχαὶ χῑάσαντες τὰς χεῑρας (cf. Zinsmeister § 50 Anm. 2) καὶ προσκύψαντες (cf. Pl. Euthd. 275e) τῷ *ἐλαστικῷ πλάσματι θεραπεύουσιν αὐτό.
Ταύτην δὲ περὶ τὸ *ἐλαστικὸν πλάσμα θεραπείᾱν μεγαλοπρεπεστέρᾱν οὖσαν ἢ θέμις τὸ λίθινον πλάσμα ζηλοτυποῦν καὶ φθονοῦν (cf. Pl. Smp. 213d) ὑπερέβη (cf. Zinsmeister § 168) ἄκρον τῶν ὄπισθεν ὀρῶν καὶ τῷ *ἐλαστικῷ πλάσματι ἐπλησίασε (cf. X. An. 4,6,6) σφῡραν ἐν τοῖν (cf. Zinsmeister § 108,2 Anm.) χεροῖν (cf. Zinsmeister § 108,4) ἔχον καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἕτυψεν (cf. Pl. Grg. 527a) αὐτό. Τοῦτο δ᾽ ἐνεδείξατο͵ ὅτι τὼ (cf. Zinsmeister § 108,4) ψῡχὰ τὼ ἑνούσᾱ (cf. Zinsmeister § 108) ἐν τῷ *ἐλαστικῷ πλάσματι ἐκολασθήτην (cf. KB II 126) σωματώσει. (cf. Zinsmeister § 57) Ἔνεισι δὲ μὴν ἥ τε ἄφατος κἀγώ.